- πιτυρώδης
- -ῶδες, Α [πίτυρον]1. ο ὁμοιος με πίτυρα, πιτυροειδής2. αυτός που περιέχει πίτυρα, πιτυρούχος3. (για τα ούρα) αυτός που έχει τη μορφή πιτύρου («κρημνώδεες δὲ ἐν τοῑσι οὔρεσιν αἱ ὑποστάσιες... τουτέων δ' ἔτι κακίους εἰσὶν αἱ πιτυρώδεες», Ιπποκρ.)4. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από πιτυρίαση5. το αρσ. ως ουσ. ὁ πιτυρώδηςο πιτυρούχος άρτος.
Dictionary of Greek. 2013.